- λιμναίας
- λιμναί̱ᾱς , λιμναῖοςoffem acc plλιμναί̱ᾱς , λιμναῖοςoffem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιμναίας — Λιμναίᾱς , Λιμναίη fem acc pl Λιμναίᾱς , Λιμναίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
LIMNATIS — Diana dicitur Paus. in Messeniacis, Achaicis, et Arcadicis passim, a Limnis opp. in conf. Lacedaemoniorum, et Messeniorum, in Laconicis eiusdem τῆς Λιμνάδος male pro Λιμνάτιδος. Idem in Corinthiacis Α᾿ρτέμιδος Λιμναίας meminit. Certe apud… … Hofmann J. Lexicon universale
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
ιχθυαποθέματα — και ιχθυοαποθέματα, τα (αλιευτ.) η ποσότητα αλιευμάτων μιας συγκεκριμένης θαλάσσιας, ποτάμιας ή λιμναίας περιοχής, η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί να τεθεί στη διάθεση τού ανθρώπου … Dictionary of Greek
πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… … Dictionary of Greek
τραβερτίνης — ο, Ν (πετρογρ.) ασβεστόλιθος, πετρογενετικής φύσεως γλυκέων υδάτων ή λιμναίας, ο οποίος παρουσιάζει κοιλότητες επενδεδυμένες με κρυστάλλους ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. travertine < ιταλ. travertino, tivertino < λατ. (lapis) tiburtinus… … Dictionary of Greek
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
κονγκέρια — (Congeria). Γένος ελασματοβραγχίων (μαλάκια), των γλυκών ή υφάλμυρων νερών, που εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο. Οι κ. είναι διαδεδομένες ιδίως σε πετρώματα λιμναίας ή λιμνοθαλάσσιας φάσης, όπως, παραδείγματος χάριν, στις λιμνοθαλάσσιες αποθέσεις… … Dictionary of Greek